- πλησιέστερος
- η , ο [ος , ον ] более близкий;
στο πλησιέστερο χρονικό διάστημα — в ближайшее время
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στο πλησιέστερο χρονικό διάστημα — в ближайшее время
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλησιέστερος — η, ο αυτός που είναι πιο κοντά, κοντινότερος: Πλησιέστεροι συγγενείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
Τρίτων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θαλάσσιο ον, γιος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης. Εκτός από τον Τ. υπήρχε και ολόκληρη κατηγορία Τριτώνων, δαιμόνων της θάλασσας, που αποτελούσαν μέλη της συνοδείας του Ποσειδώνα: παριστάνονταν με το κάτω… … Dictionary of Greek
αγχότερος — ἀγχότερος, α, ον (Α) (συγκριτ. επίθ. τού επιρρ. ἀγχοῡ *) πλησιέστερος, κοντινότερος … Dictionary of Greek
επίκληρος — ἐπίκληρος και δωρ. τ. ἐπίκλαρος, η (Α) [κλήρος] 1. μοναχοκόρη που κληρονομούσε όλη την πατρική περιουσία και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο πλησιέστερος συγγενής («νῡν δ’ ἔξεστι δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται»,… … Dictionary of Greek
επασσύτερος — ἐπασσύτερος, α, ον (Α) 1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.) 2. συχνός, επαναλαμβανόμενος 3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα 4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει… … Dictionary of Greek
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
ομαίμων — ὁμαίμων, ον (Α) 1. ο όμαιμος 2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, έρα, ερον ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ* εἴτ ἀδελφῆς, εἰθ ὁμαιμονεστέρα τοῡ παντὸς ἡμῑν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῑ», Σοφ.) 3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν … Dictionary of Greek
παράλλαξη — (Μαθημ.). Η γωνία που σχηματίζουν οι οπτικές κατευθύνσεις προς ένα ορισμένο αντικείμενο, όταν το παρατηρούμε από δύο διαφορετικά σημεία. Αν γνωρίζουμε την π. και την απόσταση μεταξύ των δύο σημείων παρατήρησης, είναι εύκολο να βρούμε την απόσταση … Dictionary of Greek
προβάθμιος — ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στην πρώτη θέση μσν. (συγκριτ.) προβαθμιώτερος, έρα, ον (για συγγενή) ο πλησιέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βαθμός (πρβλ. υπερ βάθμιος)] … Dictionary of Greek